Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ευνοούμενος -η -ο [evnoúmenos] : που έχει την εύνοια, την προστασία, την προνομιακή μεταχείριση ή την προτίμηση ανθρώπου ή ανθρώπων που διαθέτουν κάποια ισχύ: Είναι ο ευνοούμενος -η -ο υπάλληλος του διευθυντή. Ορισμένοι μαθητές είναι οι ευνοούμενοι του καθηγητή. Tο φετινό καλοκαίρι η ευνοούμενη χώρα από τους τουρίστες είναι η Ελλάδα. || (ως ουσ.) ο ευνοούμενος: Όλοι οι ευνοούμενοι του προϊσταμένου πήραν προαγω γή. || (μτφ.): ευνοούμενος -η -ο της τύχης, τυχερός. || (στο διεθνές δίκαιο) ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, συμβατική υποχρέωση ενός κράτους απέναντι σε ένα άλλο, να του παρέχει εμπορικά πλεονεκτήματα μεγαλύτερα από ό,τι έχει παραχωρήσει ή θα παραχωρήσει σε ένα τρίτο κράτος. || (ειδικότ., ως ουσ.) η ευνοουμένη, αρσ. ευνοούμενος, ερωμένη ή ερωμένος ηγεμόνα που ασκούσε επιρροή και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση του κράτους: Οι ευνοούμενες των Γάλλων βασιλιάδων διοικούσαν από τα παρασκήνια. Ο Ορλώφ ήταν ευνοούμενος -η -ο της Mεγάλης Aικατερίνης.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.